Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀχείμερος
ἀχείμων
ἄχειρ
ἀχειραγώγητος
ἀχειράπτητος
ἀχειρής
ἀχειρία
ἀχειρίδωτος
ἀχειροποίητος
ἀχειροτόνητος
ἀχειρούργητος
ἀχείρωτος
ἀχέλιον
Ἀχελωΐδες
Ἀχελᾦος
ἄχερδος
Ἀχερδούσιος
ἄχερλα
Ἀχερόντειος
ἀχερωΐς
Ἀχέρων
View word page
ἀχειρούργητος
ἀχειρούργητος, ον, = sq., Poll. 2.154 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀχειρούργητος
Headword (normalized):
ἀχειρούργητος
Headword (normalized/stripped):
αχειρουργητος
IDX:
18673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18674
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀχειρούργητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:2:154" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:2.154/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 2.154 </a>.</div><br><br>'}