Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀχάλκωτος
ἀχανά
ἀχανδής
ἀχάνεια
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχανόωσαν
ἀχάντιον
ἀχάρακτος
ἀχαράκωτος
ἀχαρές
ἀχαριότης
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστία
ἀχάριστος
ἀχάριτος
Ἀχαρναί
ἀχαρνώς
ἀχάσμητος
ἀχάτης
View word page
ἀχαρές
ἀχαρές· λυπηρόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀχαρές
Headword (normalized):
ἀχαρές
Headword (normalized/stripped):
αχαρες
IDX:
18648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18649
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀχαρές·</span> <span class="foreign greek">λυπηρόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}