Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀχάλκευτος
ἀχαλκέω
ἀχαλκής
ἄχαλκος
ἀχάλκωτος
ἀχανά
ἀχανδής
ἀχάνεια
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχανόωσαν
ἀχάντιον
ἀχάρακτος
ἀχαράκωτος
ἀχαρές
ἀχαριότης
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστία
ἀχάριστος
ἀχάριτος
View word page
ἀχανόωσαν
ἀχανόωσαν·
ἐπιθυμοῦσαν,
Hsch.
; cf.
ἰχανάω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀχανόωσαν
Headword (normalized):
ἀχανόωσαν
Headword (normalized/stripped):
αχανοωσαν
IDX:
18644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18645
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀχανόωσαν·</span> <span class="foreign greek">ἐπιθυμοῦσαν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἰχανάω.</span> </div><br><br>'}