Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀχαλέπως
ἀχάλινος
ἀχαλίνωτος
ἀχάλιον
ἀχάλκεος
ἀχάλκευτος
ἀχαλκέω
ἀχαλκής
ἄχαλκος
ἀχάλκωτος
ἀχανά
ἀχανδής
ἀχάνεια
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχανόωσαν
ἀχάντιον
ἀχάρακτος
ἀχαράκωτος
ἀχαρές
ἀχαριότης
View word page
ἀχανά
ἀχανά· κλήματα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀχανά
Headword (normalized):
ἀχανά
Headword (normalized/stripped):
αχανα
IDX:
18639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18640
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀχανά·</span> <span class="foreign greek">κλήματα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}