Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀφώρατος
ἀφωρισμένως
ἄφως
ἀφώτιστος
ἀχά
Ἀχαία
ἀχαίας
Ἀχαιικός
Ἀχαιΐς
ἀχαιμενίς
ἀχαίνει
ἀχαίνη
ἀχαΐνης
ἀχαιόμαντις
Ἀχαιός
ἄχαιος
Ἀχαϊστί
ἀχαλέπως
ἀχάλινος
ἀχαλίνωτος
ἀχάλιον
View word page
ἀχαίνει
ἀχαίνει· σαίνει, παίζει, κολακεύει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀχαίνει
Headword (normalized):
ἀχαίνει
Headword (normalized/stripped):
αχαινει
IDX:
18622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18623
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀχαίνει·</span> <span class="foreign greek">σαίνει, παίζει, κολακεύει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}