Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἀφροδισιάς
Ἀφροδισιασμός
Ἀφροδισιαστής
Ἀφροδισιαστικός
Ἀφροδίσιος
Ἀφροδισιών
Ἀφροδιταρίδιον
Ἀφροδιτάριον
Ἀφροδίτη
ἀφρόκομος
ἀφρόλιτρον
ἀφρονεύομαι
ἀφρόνευσις
ἀφρονέω
ἀφρόνη
ἀφρόνησις
ἀφρονίζω
ἀφρονικός
ἀφρόνιτρον
ἄφροντις
ἀφροντιστέω
View word page
ἀφρόλιτρον
ἀφρό-λιτρον, τό, Att. for ἀφρόνιτρον (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀφρόλιτρον
Headword (normalized):
ἀφρόλιτρον
Headword (normalized/stripped):
αφρολιτρον
IDX:
18521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18522
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀφρό-λιτρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Att. for <span class="foreign greek">ἀφρόνιτρον</span> (q. v.).</div><br><br>'}