Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀφρῖνον
ἀφριόεις
Αφριος
ἀφρίους
ἀφρισμός
ἄφρισσα
ἀφριστής
ἀφρῖτις
ἀφρόγαλα
ἀφρογένεια
Ἀφροδίσια
Ἀφροδισιάζω
Ἀφροδισιακός
Ἀφροδισιάς
Ἀφροδισιασμός
Ἀφροδισιαστής
Ἀφροδισιαστικός
Ἀφροδίσιος
Ἀφροδισιών
Ἀφροδιταρίδιον
Ἀφροδιτάριον
View word page
Ἀφροδίσια
Ἀφροδίς-ια [δῑ],
A). v. Ἀφροδίσιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἀφροδίσια
Headword (normalized):
ἀφροδίσια
Headword (normalized/stripped):
αφροδισια
IDX:
18508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18509
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἀφροδίς-ια</span> [<span class="foreign greek">δῑ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Ἀφροδίσιος.</span> </div> </div><br><br>'}