Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἅζω
ἄζω1
ἄζω2
ἀζωΐα
ἁζωλεῖ
ἀζωνικός
ἄζωνος
ἄζωος
ἄζωπες
ἄζωστος
ἀζῶτες
ἄζωτος
ἀηδέω
ἀηδής
ἀηδία
ἀηδίζω
ἀηδισμός
ἀηδονία
ἀηδονιδεύς
ἀηδόνιον
ἀηδόνιος
View word page
ἀζῶτες
ἀζῶτες· οἱ μὴ εἰς τὰ συνεστῶτα παρόντες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀζῶτες
Headword (normalized):
ἀζῶτες
Headword (normalized/stripped):
αζωτες
IDX:
1848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1849
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀζῶτες·</span> <span class="foreign greek">οἱ μὴ εἰς τὰ συνεστῶτα παρόντες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}