Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀφορμή
ἀφορμητικός
ἀφορμίζομαι
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολογησία
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἄφορτος
ἀφόρυκτος
ἄφος
ἀφόσιος
ἀφοσιόω
ἀφοσίωμα
ἀφοσίωσις
ἀφουλωτικός
ἄφρα
ἀφραδέω
ἀφραδής
ἀφραδία
ἀφράδμων
View word page
ἄφος
ἄφος· τραγάκανθα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄφος
Headword (normalized):
ἄφος
Headword (normalized/stripped):
αφος
IDX:
18470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄφος·</span> <span class="foreign greek">τραγάκανθα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}