Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀφοπλιστής
ἀφοράω
ἀφόρασις
ἀφόρδιον
ἀφορέω
ἀφόρητος
ἀφορητότης
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφόριος
ἀφόρισις
ἀφόρισμα
ἀφορισμός
ἀφοριστέον
ἀφοριστικός
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμητικός
ἀφορμίζομαι
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
View word page
ἀφόρισις
ἀφόρ-ῐσις, εως, , = sq., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀφόρισις
Headword (normalized):
ἀφόρισις
Headword (normalized/stripped):
αφορισις
IDX:
18454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18455
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀφόρ-ῐσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}