Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀφοπλισμός
ἀφοπλιστής
ἀφοράω
ἀφόρασις
ἀφόρδιον
ἀφορέω
ἀφόρητος
ἀφορητότης
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφόριος
ἀφόρισις
ἀφόρισμα
ἀφορισμός
ἀφοριστέον
ἀφοριστικός
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμητικός
ἀφορμίζομαι
ἀφόρμικτος
View word page
ἀφόριος
ἀφόρ-ιος· θρασύς, ἄπιστος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀφόριος
Headword (normalized):
ἀφόριος
Headword (normalized/stripped):
αφοριος
IDX:
18453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18454
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀφόρ-ιος·</span> <span class="foreign greek">θρασύς, ἄπιστος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}