Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀφομοιωτέον
ἀφομοιωτικός
ἀφοπλίζω
ἀφοπλισμός
ἀφοπλιστής
ἀφοράω
ἀφόρασις
ἀφόρδιον
ἀφορέω
ἀφόρητος
ἀφορητότης
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφόριος
ἀφόρισις
ἀφόρισμα
ἀφορισμός
ἀφοριστέον
ἀφοριστικός
ἀφορμάω
ἀφορμή
View word page
ἀφορητότης
ἀφορητότης·
A). intolerabilitas, Gloss.


ShortDef

intolerabilitas

Debugging

Headword:
ἀφορητότης
Headword (normalized):
ἀφορητότης
Headword (normalized/stripped):
αφορητοτης
IDX:
18450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18451
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀφορητότης·</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">intolerabilitas,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}