Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄφολκος
ἀφομιλέω
ἀφόμοιος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφομοιωματικός
ἀφομοίωσις
ἀφομοιωτέον
ἀφομοιωτικός
ἀφοπλίζω
ἀφοπλισμός
ἀφοπλιστής
ἀφοράω
ἀφόρασις
ἀφόρδιον
ἀφορέω
ἀφόρητος
ἀφορητότης
ἀφορία
ἀφορίζω
ἀφόριος
View word page
ἀφοπλισμός
ἀφοπλ-ισμός, ,
A). disarming, Cod.Just. 12.40.12 .


ShortDef

disarming

Debugging

Headword:
ἀφοπλισμός
Headword (normalized):
ἀφοπλισμός
Headword (normalized/stripped):
αφοπλισμος
IDX:
18443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18444
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀφοπλ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disarming,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cod.Just.</span> 12.40.12 </span>.</div> </div><br><br>'}