Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀφόδευμα
ἀφόδευσις
ἀφοδευτήριον
ἀφοδευτικὸς
ἀφοδεύω
ἀφόδιοι
ἄφοδος
ἀφοίβαντος
ἀφοιδεῖν
ἀφοίνικτος
ἀφοίνους
ἀφοίτητος
ἀφολίδωτος
ἀφολκή
ἄφολκος
ἀφομιλέω
ἀφόμοιος
ἀφομοιόω
ἀφομοίωμα
ἀφομοιωματικός
ἀφομοίωσις
View word page
ἀφοίνους
ἀφοίνους· ἀφόνους, ὑγιεῖς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀφοίνους
Headword (normalized):
ἀφοίνους
Headword (normalized/stripped):
αφοινους
IDX:
18429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18430
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀφοίνους·</span> <span class="foreign greek">ἀφόνους, ὑγιεῖς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}