Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀφίπταμαι
ἀφιστάνω
ἀφίστημι
ἀφιστορέω
ἀφλάσαι
ἄφλαστον
ἄφλεβος
ἀφλεγής
ἀφλέγμαντος
ἄφλεκτος
ἀφλετῆρες
ἀφλόγιστος
ἄφλογος
ἄφλοιος
ἄφλοισβος
ἀφλοισμός
ἀφλοῦς
ἀφλύαρος
ἀφλυκταίνωτος
ἀφνειός
ἀφνήμων
View word page
ἀφλετῆρες
ἀφλετῆρες· μαστοί, θηλαί, Hsch.; cf. ἀφατῆλες.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀφλετῆρες
Headword (normalized):
ἀφλετῆρες
Headword (normalized/stripped):
αφλετηρες
IDX:
18398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18399
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀφλετῆρες·</span> <span class="foreign greek">μαστοί, θηλαί,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἀφατῆλες.</span> </div><br><br>'}