Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀφιλόψυχος
ἀφιματόω
ἀφίμωσις
ἄφιξις
ἀφιππάζομαι
ἀφιππεύω
ἀφιππία
ἀφιπποδρομά
ἀφιππολαμπάς
ἄφιππος
ἀφιπποτοξότης
ἀφίπταμαι
ἀφιστάνω
ἀφίστημι
ἀφιστορέω
ἀφλάσαι
ἄφλαστον
ἄφλεβος
ἀφλεγής
ἀφλέγμαντος
ἄφλεκτος
View word page
ἀφιπποτοξότης
ἀφιπποτοξότης,
A). v. ἀμφιπποτ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀφιπποτοξότης
Headword (normalized):
ἀφιπποτοξότης
Headword (normalized/stripped):
αφιπποτοξοτης
IDX:
18387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18388
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀφιπποτοξότης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀμφιπποτ-.</span> </div> </div><br><br>'}