Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀφιλανθρωπία
ἀφιλάνθρωπος
ἀφιλαργυρία
ἀφιλάργυρος
ἀφιλαρόω
ἀφιλαρύνω
ἀφιλάσκομαι
ἀφίλαυτος
ἀφιλέχθρως
ἀφιλήδονος
ἀφίλης
ἀφίλητος
ἀφιλία
ἀφιλίωτος
ἀφιλοδοξέω
ἀφιλόδοξος
ἀφιλοικτίρμων
ἀφιλοκάλητος
ἀφιλοκαλία
ἀφιλοκα<λοκα>γαθία
ἀφιλόκαλος
View word page
ἀφίλης
ἀφίλης· καθαρός, ὑγιής, ὁλόκληρος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀφίλης
Headword (normalized):
ἀφίλης
Headword (normalized/stripped):
αφιλης
IDX:
18349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18350
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀφίλης·</span> <span class="foreign greek">καθαρός, ὑγιής, ὁλόκληρος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}