Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀφθώδης
ἀφία
ἀφίας
ἀφιδρόω
ἀφίδρυμα
ἀφίδρυσις
ἀφίδρυσμα
ἀφιδρύω
ἀφίδρωσις
ἀφιδρωτήριον
ἀφιερισμένα
ἀφιερόω
ἀφιέρωσις
ἀφιζάνω
ἀφίημι
ἀφικάνω
ἀφικλῶντο
ἀφικνέομαι
ἀφικτός
ἀφίκτωρ
ἀφίκω
View word page
ἀφιερισμένα
ἀφῐερ-ισμένα·
περικεκαθαρμένα,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀφιερισμένα
Headword (normalized):
ἀφιερισμένα
Headword (normalized/stripped):
αφιερισμενα
IDX:
18327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18328
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀφῐερ-ισμένα·</span> <span class="foreign greek">περικεκαθαρμένα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}