ἀφετήριος
ἀφετ-ήριος, α, ον,(ἀφίημι)
2). ἀφετηρία (sc. γραμμή), ἡ, starting-point of a race, CIG 2758i ii D 7 (Aphrodisias), Sch. Eq. 1156 : hence ἀ. Διόσκουροι, whose statues adorned the race-course, ; 3.14.7 ἀ. ἕρμα AP 9.319 ( ): metaph., ἀφετήριον πρὸς μάθησιν M. 1.41 ; ἀ. ἡ ῥητορική Rh. 1.223S.
3). ἀφετηρία· ἀρχή, ἡγεμονία,
5). gate of a sluice, PLond. 3.1177.291 (ii A.D.).