Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀφερπετόομαι
ἀφερπυλλόομαι
ἀφέρπω
ἀφέρτεροι
ἄφερτος
ἀφέσιμος
Ἀφέσιος
ἄφεσις
ἀφεσμός
ἀφεσοφυλακία
ἀφεσταίη
ἀφεστήξω
ἀφεστήρ
ἀφεστής
ἀφεστίασις
ἀφέστιος
ἀφέταιρος
ἀφετέον
ἀφετεύω
ἀφετήρ
ἀφετήριος
View word page
ἀφεσταίη
ἀφεσταίη
, 3 sg. opt. pf. of
ἀφίστημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀφεσταίη
Headword (normalized):
ἀφεσταίη
Headword (normalized/stripped):
αφεσταιη
IDX:
18228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18229
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀφεσταίη</span>, 3 sg. opt. pf. of <span class="foreign greek">ἀφίστημι.</span> </div><br><br>'}