Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀφέργω
ἀφερεπονία
ἀφερέπονος
ἀφέριστα
ἄφερκτος
ἀφερμηνεύω
ἄφερνος
ἀφερπετόομαι
ἀφερπυλλόομαι
ἀφέρπω
ἀφέρτεροι
ἄφερτος
ἀφέσιμος
Ἀφέσιος
ἄφεσις
ἀφεσμός
ἀφεσοφυλακία
ἀφεσταίη
ἀφεστήξω
ἀφεστήρ
ἀφεστής
View word page
ἀφέρτεροι
ἀφέρτεροι·
ἥσσονες,
Hsch.
; but
ἀφερτέρους· πολὺ φερτέρους, ταχυτέρους,
Id.; cf.
ἀφάρτερος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀφέρτεροι
Headword (normalized):
ἀφέρτεροι
Headword (normalized/stripped):
αφερτεροι
IDX:
18221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18222
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀφέρτεροι·</span> <span class="foreign greek">ἥσσονες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; but <span class="foreign greek">ἀφερτέρους· πολὺ φερτέρους, ταχυτέρους,</span> Id.; cf. <span class="foreign greek">ἀφάρτερος.</span> </div><br><br>'}