Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀφεδνήν
ἀφεδρεία
ἀφεδρεύω
ἀφεδρῆ
ἀφεδριατεύοντες
ἄφεδρος
ἀφεδρών
ἀφειδέω
ἀφειδής
ἀφειδία
ἀφείδιτος
ἀφείργω
ἀφεκάς
ἀφεκτέον
ἀφεκτικός
ἀφελγύνουσα
ἀφέλεια
ἀφελέον
ἀφελής
ἀφελκόω
ἀφέλκυσις
View word page
ἀφείδιτος
ἀφείδιτος,
A). v. ἀφέδιτος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀφείδιτος
Headword (normalized):
ἀφείδιτος
Headword (normalized/stripped):
αφειδιτος
IDX:
18187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18188
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀφείδιτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀφέδιτος.</span> </div> </div><br><br>'}