Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀφάπαξ
ἀφαπτέον
ἀφάπτω
ἄφαρ
ἄφαρβαν
ἀφαρεί
ἀφαρεύς
ἀφαρής
ἀφάρκη
ἀφαρκίδευτον
ἄφαρκτος
ἀφαρμάκευτος
ἀφάρμακος
ἀφάρμακτος
ἀφαρμόζω
ἀφαρόζωμος
ἄφαρος
ἀφαρπαγή
ἀφαρπάζω
ἀφάρτερος
ἀφάρυμος
View word page
ἄφαρκτος
ἄφαρκτος, ον,
A). v. ἄφρακτος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄφαρκτος
Headword (normalized):
ἄφαρκτος
Headword (normalized/stripped):
αφαρκτος
IDX:
18150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18151
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄφαρκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄφρακτος.</span> </div> </div><br><br>'}