Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀφαντασίαστος
ἀφαντασίωτος
ἀφάνταστος
ἀφαντικά
ἄφαντος
ἀφαντόω
ἀφάπαξ
ἀφαπτέον
ἀφάπτω
ἄφαρ
ἄφαρβαν
ἀφαρεί
ἀφαρεύς
ἀφαρής
ἀφάρκη
ἀφαρκίδευτον
ἄφαρκτος
ἀφαρμάκευτος
ἀφάρμακος
ἀφάρμακτος
ἀφαρμόζω
View word page
ἄφαρβαν
ἄφαρβαν· ἐλεύθερον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄφαρβαν
Headword (normalized):
ἄφαρβαν
Headword (normalized/stripped):
αφαρβαν
IDX:
18144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18145
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄφαρβαν·</span> <span class="foreign greek">ἐλεύθερον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}