Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄφαιμοι
ἀφαίρεμα
ἀφαίρεσις
ἀφαιρετέον
ἀφαιρετέω
ἀφαιρέτης
ἀφαιρετικός
ἀφαιρέτις
ἀφαιρετός
ἀφαιρέω
ἀφαίρημα
ἀφαιρηματικῶς
ἄφακες
ἀφάκη
ἀφάλλομαι
ἀφαλμός
ἄφαλσις
ἄφαλτος
ἄφαλος
ἀφαμαρτάνω
ἀφαμαρτοεπής
View word page
ἀφαίρημα
ἀφαίρ-ημα·
ἀνάθημα, δῶρον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀφαίρημα
Headword (normalized):
ἀφαίρημα
Headword (normalized/stripped):
αφαιρημα
IDX:
18108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18109
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀφαίρ-ημα·</span> <span class="foreign greek">ἀνάθημα, δῶρον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}