Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἁβροδίαιτος
ἁβροείμων
ἁβρόκαρπον
ἁβροκόμης
ἀβρομία
ἀβρόμιος
ἁβρομίτρης
ἄβρομος
ἁβροπάρθενοι
ἁβροπέδιλος
ἁβροπενθής
ἁβροπέτηλος
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
ἁβροσία
ἁβροσταγής
ἁβροσύνη
ἁβρόσφυρος
ἀβροτάζω
ἁβρότης
View word page
ἁβροπενθής
ἁβρο-πενθής
,
ές
, v.
ἀκροπενθής.
ShortDef
mourning effeminately (LSJ supp)
Debugging
Headword:
ἁβροπενθής
Headword (normalized):
ἁβροπενθής
Headword (normalized/stripped):
αβροπενθης
IDX:
180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-181
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁβρο-πενθής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, v.<span class="foreign greek">ἀκροπενθής.</span> </div><br><br>'}