Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὐτόχθων
αὐτοχόλωτος
αὐτοχορήγητος
αὐτοχόωνος
αὐτόχρημα
αὐτοχρόϊνδον
αὐτόχρονος
αὐτόχροος
αὐτόχρυσος
αὐτόχυτος
αὐτόχωνον
αὐτοχωρέω
αὐτοψεί
αὐτοψία
αὐτοψυχή
αὐτώδης
αὐτώλης
αὐτωνητής
αὐτώρης
αὔτως
αὔφην
View word page
αὐτόχωνον
αὐτό-χωνον·
αὐτοχώνευτον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αὐτόχωνον
Headword (normalized):
αὐτόχωνον
Headword (normalized/stripped):
αυτοχωνον
IDX:
18038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18039
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτό-χωνον·</span> <span class="foreign greek">αὐτοχώνευτον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}