Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὐτόχειρος
αὐτοχειροτόνητος
αὐτοχερί
αὐτοχθηδόν
αὐτόχθονος
αὐτόχθων
αὐτοχόλωτος
αὐτοχορήγητος
αὐτοχόωνος
αὐτόχρημα
αὐτοχρόϊνδον
αὐτόχρονος
αὐτόχροος
αὐτόχρυσος
αὐτόχυτος
αὐτόχωνον
αὐτοχωρέω
αὐτοψεί
αὐτοψία
αὐτοψυχή
αὐτώδης
View word page
αὐτοχρόϊνδον
αὐτο-χρόϊνδον·
πρὸς τὸν χρῶτα,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αὐτοχρόϊνδον
Headword (normalized):
αὐτοχρόϊνδον
Headword (normalized/stripped):
αυτοχροινδον
IDX:
18033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18034
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-χρόϊνδον·</span> <span class="foreign greek">πρὸς τὸν χρῶτα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}