Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὐτόχαρις
αὐτοχειλής
αὐτόχειρ
αὐτοχειρί
αὐτοχειρία
αὐτοχειρίζω
αὐτοχείριος
αὐτόχειρος
αὐτοχειροτόνητος
αὐτοχερί
αὐτοχθηδόν
αὐτόχθονος
αὐτόχθων
αὐτοχόλωτος
αὐτοχορήγητος
αὐτοχόωνος
αὐτόχρημα
αὐτοχρόϊνδον
αὐτόχρονος
αὐτόχροος
αὐτόχρυσος
View word page
αὐτοχθηδόν
αὐτοχθηδόν·
αὐτοποίητον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αὐτοχθηδόν
Headword (normalized):
αὐτοχθηδόν
Headword (normalized/stripped):
αυτοχθηδον
IDX:
18026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18027
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτοχθηδόν·</span> <span class="foreign greek">αὐτοποίητον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}