Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτόφως
αὐτοχάρακτος
αὐτόχαρις
αὐτοχειλής
αὐτόχειρ
αὐτοχειρί
αὐτοχειρία
αὐτοχειρίζω
αὐτοχείριος
αὐτόχειρος
αὐτοχειροτόνητος
αὐτοχερί
αὐτοχθηδόν
αὐτόχθονος
αὐτόχθων
αὐτοχόλωτος
αὐτοχορήγητος
αὐτοχόωνος
αὐτόχρημα
αὐτοχρόϊνδον
αὐτόχρονος
View word page
αὐτοχειροτόνητος
αὐτο-χειροτόνητος, ον,
A). self-elected, D. 19 Arg. ii9 .


ShortDef

self-elected

Debugging

Headword:
αὐτοχειροτόνητος
Headword (normalized):
αὐτοχειροτόνητος
Headword (normalized/stripped):
αυτοχειροτονητος
IDX:
18024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-18025
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-χειροτόνητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">self-elected,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> 19 </span> Arg.<span class="bibl"> ii9 </span>.</div> </div><br><br>'}