Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀέτωμα
ἀετώνυχον
ἀετώσιος
ἀέτωσις
ἀεφανέων
ἀέχεια
ἀεχῆνες
ἀέχοντο
ἀvάταται
ἀvλανέως
ἄζα
ἀζαές
ἀζαίνω
ἀζαλαί
ἀζαλέος
ἀζάλη
Ἀζᾶνες
ἀζάνω
View word page
ἀέχοντο
ἀέχοντο· ὥρμων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀέχοντο
Headword (normalized):
ἀέχοντο
Headword (normalized/stripped):
αεχοντο
IDX:
1799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1800
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀέχοντο·</span> <span class="foreign greek">ὥρμων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}