Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὐτούργημα
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργικός
αὐτουργός
αὐτουργότευκτος
αὐτοῦτα
αὐτοφάγος
αὐτοφαής
αὐτοφανής
αὐτοφαρίζω
αὐτόφι
αὐτοφίλαυτος
αὐτόφλοιος
αὐτοφονεύς
αὐτοφόνευτος
αὐτοφονία
αὐτοφόνος
αὐτοφόντης
αὐτόφορβος
αὐτοφόρητος
View word page
αὐτοφαρίζω
αὐτοφαρίζω·
αὐτοματέω,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αὐτοφαρίζω
Headword (normalized):
αὐτοφαρίζω
Headword (normalized/stripped):
αυτοφαριζω
IDX:
17992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17993
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτοφαρίζω·</span> <span class="foreign greek">αὐτοματέω,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}