Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὐτοϋγίεια
αὐτουδέτερος
αὐτοΰδωρ
αὐτοΰπαρκτος
αὐτουργέω
αὐτούργημα
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργικός
αὐτουργός
αὐτουργότευκτος
αὐτοῦτα
αὐτοφάγος
αὐτοφαής
αὐτοφανής
αὐτοφαρίζω
αὐτόφι
αὐτοφίλαυτος
αὐτόφλοιος
αὐτοφονεύς
αὐτοφόνευτος
View word page
αὐτουργότευκτος
αὐτουργ-ότευκτος
,
ον
, = foreg. II,
Lyc.
747
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αὐτουργότευκτος
Headword (normalized):
αὐτουργότευκτος
Headword (normalized/stripped):
αυτουργοτευκτος
IDX:
17987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17988
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτουργ-ότευκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg. II, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 747 </span>.</div><br><br>'}