Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτότμητος
αὐτότοκος
αὐτοτραγικὸς
αὐτοτράπεζος
αὐτοτριάς
αὐτοτρίγωνον
αὐτοτροπήσας
αὐτότροφος
αὐτότυπος
αὐτοῦ
αὑτοῦ
αὐτοϋγίεια
αὐτουδέτερος
αὐτοΰδωρ
αὐτοΰπαρκτος
αὐτουργέω
αὐτούργημα
αὐτούργητος
αὐτουργία
αὐτουργικός
αὐτουργός
View word page
αὑτοῦ
αὑτοῦ, Att. contr. for ἑαυτοῦ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὑτοῦ
Headword (normalized):
αὑτοῦ
Headword (normalized/stripped):
αυτου
IDX:
17976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17977
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὑτοῦ</span>, Att. contr. for <span class="foreign greek">ἑαυτοῦ.</span> </div><br><br>'}