Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀετίτης
ἄετμα
ἀετογενής
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀέτωμα
ἀετώνυχον
ἀετώσιος
ἀέτωσις
ἀεφανέων
ἀέχεια
ἀεχῆνες
ἀέχοντο
ἀvάταται
ἀvλανέως
ἄζα
ἀζαές
ἀζαίνω
ἀζαλαί
ἀζαλέος
View word page
ἀεφανέων
ἀεφανέων· λαμπρῶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀεφανέων
Headword (normalized):
ἀεφανέων
Headword (normalized/stripped):
αεφανεων
IDX:
1796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1797
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀεφανέων·</span> <span class="foreign greek">λαμπρῶν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}