Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὐτοσχεδιαστικός
αὐτοσχέδιος
αὐτοσχεδόν
αὐτοσχιδής
αὐτόσχολος
αὐτοσωκράτης
αὐτόσωμα
αὐτοσωφροσύνη
αὐτόταγος
αὐτόταχος
αὐτοτέγον
αὐτοτέλεια
αὐτοτέλειος
αὐτοτελειότης
αὐτοτέλεστος
αὐτοτελής
αὐτοτετράς
αὐτότεχνος
αὐτότης
αὐτότμητος
αὐτότοκος
View word page
αὐτοτέγον
αὐτο-τέγον·
ἀπηρτισμένον, πλῆρες,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αὐτοτέγον
Headword (normalized):
αὐτοτέγον
Headword (normalized/stripped):
αυτοτεγον
IDX:
17957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17958
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-τέγον·</span> <span class="foreign greek">ἀπηρτισμένον, πλῆρες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}