Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτοσμικρόν
αὐτοσμικρότης
αὐτοσοφία
αὐτόσοφος
αὐτόσπορος
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστασις
αὐτοστατέω
αὐτόστατος
αὐτόστεγος
αὐτοστέριφος
αὐτόστοιχος
αὐτόστολος
αὐτόστονος
αὐτοστράτηγος
αὐτόστροφος
αὐτόστυλον
αὐτοσύμμετρος
αὐτοσυμφυής
αὐτοσύστατος
View word page
αὐτόστεγος
αὐτό-στεγος, ον,
A). = αὐτόροφος, σπῆλυγξ Dionys.Trag.I.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτόστεγος
Headword (normalized):
αὐτόστεγος
Headword (normalized/stripped):
αυτοστεγος
IDX:
17929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17930
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτό-στεγος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">αὐτόροφος, σπῆλυγξ</span> Dionys.Trag.I.</div> </div><br><br>'}