Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτοσαυτόν
αὐτόσε
αὐτοσί
αὐτοσίδηρος
αὐτόσιτος
αὐτοσκαπανεύς
αὐτοσκεύαστος
αὐτόσκευος
αὐτόσκωμμα
αὐτοσμικρόν
αὐτοσμικρότης
αὐτοσοφία
αὐτόσοφος
αὐτόσπορος
αὐτόσσυτος
αὐτοσταδίη
αὐτόστασις
αὐτοστατέω
αὐτόστατος
αὐτόστεγος
αὐτοστέριφος
View word page
αὐτοσμικρότης
αὐτο-σμῑκρότης, ητος, , = foreg., ib. p.677S.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτοσμικρότης
Headword (normalized):
αὐτοσμικρότης
Headword (normalized/stripped):
αυτοσμικροτης
IDX:
17920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17921
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-σμῑκρότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg008:p.677S" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg008:p.677S/canonical-url/"> p.677S. </a> </div><br><br>'}