Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτορέγμων
αὐτορήτωρ
αὐτόροφος
αὐτόρρεκτος
αὐτόρριζος
αὐτορριφής
αὐτόρρυτος
αὐτός
αὑτός
αὐτοσανδαράκη
αὐτοσαυτόν
αὐτόσε
αὐτοσί
αὐτοσίδηρος
αὐτόσιτος
αὐτοσκαπανεύς
αὐτοσκεύαστος
αὐτόσκευος
αὐτόσκωμμα
View word page
αὑτός
αὑτός, v. sub αὐτός III.


ShortDef

the same (crasis of ὁ αὐτός)

Debugging

Headword:
αὑτός
Headword (normalized):
αὑτός
Headword (normalized/stripped):
αυτος
IDX:
17908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17909
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὑτός</span>, v. sub <span class="foreign greek">αὐτός</span> III.</div><br><br>'}