Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτόπρεμνος
αὐτοπρεπής
αὐτοπροαίρετος
αὐτοπροθύμως
αὐτοπρόσωπος
αὐτόπτερος
αὐτοπτέω
αὐτόπτης
αὐτοπτικός
αὔτοπτος
αὐτόπτυκτος
αὐτόπυρ
αὐτόπυρος
αὐτοπώλης
αὐτοπωλικός
αὐτορέγμων
αὐτορήτωρ
αὐτόροφος
αὐτόρρεκτος
αὐτόρριζος
αὐτορριφής
View word page
αὐτόπτυκτος
αὐτό-πτυκτος,
A). folded on itself, φύλλα Gloss.


ShortDef

folded on itself

Debugging

Headword:
αὐτόπτυκτος
Headword (normalized):
αὐτόπτυκτος
Headword (normalized/stripped):
αυτοπτυκτος
IDX:
17895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17896
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτό-πτυκτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">folded on itself,</span> <span class="foreign greek">φύλλα</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}