Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτόποκος
αὐτόπολις
αὐτοπολίτης
αὐτοπόνητος
αὐτόπονος
αὐτόπορος
αὐτοποσόν
αὐτόπους
αὐτοπραγέω
αὐτοπραγία
αὐτοπραγματεύτως
αὐτόπρακτος
αὐτόπρεμνος
αὐτοπρεπής
αὐτοπροαίρετος
αὐτοπροθύμως
αὐτοπρόσωπος
αὐτόπτερος
αὐτοπτέω
αὐτόπτης
αὐτοπτικός
View word page
αὐτοπραγματεύτως
αὐτο-πραγμᾰτεύτως, dub. l. (for ἀπραγμ-) in D.H. Is. 16 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτοπραγματεύτως
Headword (normalized):
αὐτοπραγματεύτως
Headword (normalized/stripped):
αυτοπραγματευτως
IDX:
17883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17884
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-πραγμᾰτεύτως</span>, dub. l. (for <span class="foreign greek">ἀπραγμ-</span>) in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg005:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg005:16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Is.</span> 16 </a>.</div><br><br>'}