Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὐτοπηρίτης
αὐτόπιστος
αὐτόπλεκτος
αὐτόπληθος
αὐτοποδητί
αὐτοποδί
αὐτοποδία
αὐτοποιητικός
αὐτοποίητος
αὐτοποιός
αὐτοπόκιστος
αὐτόποκος
αὐτόπολις
αὐτοπολίτης
αὐτοπόνητος
αὐτόπονος
αὐτόπορος
αὐτοποσόν
αὐτόπους
αὐτοπραγέω
αὐτοπραγία
View word page
αὐτοπόκιστος
αὐτο-πόκιστος
,
ον
, = sq.,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αὐτοπόκιστος
Headword (normalized):
αὐτοπόκιστος
Headword (normalized/stripped):
αυτοποκιστος
IDX:
17872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17873
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-πόκιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}