Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτοπέδη
αὐτόπεδον
αὐτόπειρος
αὐτοπέλις
αὐτοπερίγραφος
αὐτοπήμων
αὐτοπηρίτης
αὐτόπιστος
αὐτόπλεκτος
αὐτόπληθος
αὐτοποδητί
αὐτοποδί
αὐτοποδία
αὐτοποιητικός
αὐτοποίητος
αὐτοποιός
αὐτοπόκιστος
αὐτόποκος
αὐτόπολις
αὐτοπολίτης
αὐτοπόνητος
View word page
αὐτοποδητί
αὐτο-ποδητί, Adv. = sq., Luc. Lex. 2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτοποδητί
Headword (normalized):
αὐτοποδητί
Headword (normalized/stripped):
αυτοποδητι
IDX:
17866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17867
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-ποδητί</span>, Adv. = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg046:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg046:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> 2 </a>.</div><br><br>'}