Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτοπάθεια
αὐτοπαθής
αὐτοπαίδευτος
αὐτόπαις
αὐτοπάμων
αὐτόπαστοι
αὐτοπάτωρ
αὐτοπέδη
αὐτόπεδον
αὐτόπειρος
αὐτοπέλις
αὐτοπερίγραφος
αὐτοπήμων
αὐτοπηρίτης
αὐτόπιστος
αὐτόπλεκτος
αὐτόπληθος
αὐτοποδητί
αὐτοποδί
αὐτοποδία
αὐτοποιητικός
View word page
αὐτοπέλις
αὐτοπέλις· κλῖμαξ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτοπέλις
Headword (normalized):
αὐτοπέλις
Headword (normalized/stripped):
αυτοπελις
IDX:
17859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17860
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτοπέλις·</span> <span class="foreign greek">κλῖμαξ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}