Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτοόμοιον
αὐτοομοιότης
αὐτοόν
αὐτοουσία
αὐτοπαγής
αὐτοπάθεια
αὐτοπαθής
αὐτοπαίδευτος
αὐτόπαις
αὐτοπάμων
αὐτόπαστοι
αὐτοπάτωρ
αὐτοπέδη
αὐτόπεδον
αὐτόπειρος
αὐτοπέλις
αὐτοπερίγραφος
αὐτοπήμων
αὐτοπηρίτης
αὐτόπιστος
αὐτόπλεκτος
View word page
αὐτόπαστοι
αὐτό-παστοι πύλαι· παστάδας ἔχουσαι, ποικίλαι, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτόπαστοι
Headword (normalized):
αὐτόπαστοι
Headword (normalized/stripped):
αυτοπαστοι
IDX:
17854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17855
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτό-παστοι</span> <span class="foreign greek">πύλαι· παστάδας ἔχουσαι, ποικίλαι,</span> Id.</div><br><br>'}