Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀερτάζω
ἀερώδης
ἀέρωσις
ἀές
ἄεσα
ἀεσίμαινα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἀέσκω
ἀέτειος
ἀετής
ἀετιδεύς
ἀετίτης
ἄετμα
ἀετογενής
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀέτωμα
ἀετώνυχον
ἀετώσιος
View word page
ἀετής
ἀετής, ές, v. sub αὐετής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀετής
Headword (normalized):
ἀετής
Headword (normalized/stripped):
αετης
IDX:
1784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1785
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀετής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, v. sub <span class="foreign greek">αὐετής</span>.</div><br><br>'}