Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὐτομήκης
αὐτομῆκος
αὐτομηνί
αὐτομήνυτος
αὐτομήτωρ
αὐτόμοιρος
αὐτομολέω
αὐτομόλησις
αὐτομολία
αὐτόμολος
αὐτομόλπως
αὐτόμορφος
αὐτόνεκρος
αὐτονομέομαι
αὐτονομία
αὐτόνομος
αὐτονοέω
αὐτόνοος
αὐτόνους
αὐτονυκτί
αὐτονυχί
View word page
αὐτομόλπως
αὐτομόλπως
and
αὐτόμολ-πα·
ὁμοίως ἐκείνοις,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αὐτομόλπως
Headword (normalized):
αὐτομόλπως
Headword (normalized/stripped):
αυτομολπως
IDX:
17826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17827
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτομόλπως</span> and <span class="orth greek">αὐτόμολ-πα·</span> <span class="foreign greek">ὁμοίως ἐκείνοις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}