Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὐτομάθεια
αὐτομαθής
αὐτόμαρτυς
αὐτοματεί
αὐτοματέω
αὐτοματία
αὐτοματίζω
αὐτοματισμός
αὐτοματοποιητική
αὐτόματος
αὐτομάττιτα
αὐτομαχέω
αὐτομέγεθος
αὐτομέλαθρος
αὐτομέλιννα
αὐτομενίς
αὐτομετάβλητος
αὐτόμετρος
αὐτομήκης
αὐτομῆκος
αὐτομηνί
View word page
αὐτομάττιτα
αὐτο-μάττιτα·
σπέρμα ἀνδρός,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αὐτομάττιτα
Headword (normalized):
αὐτομάττιτα
Headword (normalized/stripped):
αυτοματτιτα
IDX:
17808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17809
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-μάττιτα·</span> <span class="foreign greek">σπέρμα ἀνδρός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}