Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀερσιπόρος
ἀερσιπότης
ἀερσιπότητος
ἀέρσιπονς
ἀερσίφρων
ἀερτάζω
ἀερώδης
ἀέρωσις
ἀές
ἄεσα
ἀεσίμαινα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἀέσκω
ἀέτειος
ἀετής
ἀετιδεύς
ἀετίτης
ἄετμα
ἀετογενής
ἀετός
View word page
ἀεσίμαινα
ἀεσίμαινα·
ἡ τοῖς πνεύμασι τῶν ἀνέμων μαινομένη, θαλάσσης δὲ τὸ ἐπίθετον,
Hsch.
ἄεσις·
πόνος, βλάβη,
Hsch.
,
EM
20.48
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀεσίμαινα
Headword (normalized):
ἀεσίμαινα
Headword (normalized/stripped):
αεσιμαινα
IDX:
1779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1780
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀεσίμαινα·</span> <span class="foreign greek">ἡ τοῖς πνεύμασι τῶν ἀνέμων μαινομένη, θαλάσσης δὲ τὸ ἐπίθετον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἄεσις·</span> <span class="foreign greek">πόνος, βλάβη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 20.48 </span>.</div><br><br>'}