Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτόκτιτος
αὐτοκτονέω
αὐτοκτόνος
αὐτοκυβερνήτης
αὐτόκυκλος
αὐτοκύλιστος
αὐτόκωλος
αὐτόκωπος
αὐτόλαβος
αὐτολάλητής
αὐτόλειον
αὐτολεξεί
αὐτολήκυθος
αὐτόληπτον
αὐτολόχευτος
αὐτολύκιον
αὐτολυρίζων
αὐτόλυσις
αὐτομάθεια
αὐτομαθής
αὐτόμαρτυς
View word page
αὐτόλειον
αὐτόλειον· λειτόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτόλειον
Headword (normalized):
αὐτόλειον
Headword (normalized/stripped):
αυτολειον
IDX:
17790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17791
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτόλειον·</span> <span class="foreign greek">λειτόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}